νουθεσίᾳ

νουθεσίᾳ
νουθεσίαι , νουθεσία
fem nom/voc pl
νουθεσίᾱͅ , νουθεσία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νουθεσία — νουθεσίᾱ , νουθεσία fem nom/voc/acc dual νουθεσίᾱ , νουθεσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσία — η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα μσν. 1. έλεγχος, επιτίμηση 2. διδασκαλία 3. καθοδήγηση …   Dictionary of Greek

  • νουθεσία — η συμβουλή, παραίνεση, ορμήνια, δασκάλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νουθεσίας — νουθεσίᾱς , νουθεσία fem acc pl νουθεσίᾱς , νουθεσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίαι — νουθεσία fem nom/voc pl νουθεσίᾱͅ , νουθεσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίαν — νουθεσίᾱν , νουθεσία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσιῶν — νουθεσία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίαις — νουθεσία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίη — νουθεσία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθεσίην — νουθεσία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”